- ψοφοζώ
- μόλις κατορθώνω να ζω, τα φέρνω πολύ δύσκολα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψοφοζώ — Ν (αμτβ.) ζω με μεγάλες στερήσεις, μόλις που τά φέρνω βόλτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (ΙΙ) + ζω] … Dictionary of Greek